- υσπλαγις
- ὑσπλαγίςὑσπλᾱγίς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υσπλαγίς — ίδος, ἡ, Α (δωρ. τ.) ὕσπληγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσπληξ, ηγος (πρβλ. δωρ. τ. ὕσπλαγξ) + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
ὑσπλαγίδος — ὑσπλαγίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)